τριηροποιικός

τριηροποιικός
τρῐηρο-ποιικός, ή, όν,
A of or for trireme-building, IG22.1627.391 ([etym.] -ποιϊκ-), 1628.534 ([etym.] -ποιϊκ-), 1622.389 ([etym.] -ποϊκ-): cf. sq.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριηροποιϊκός — ή, όν, Α [τριηροποιός] 1. αυτός που αναφέρεται σε ναυπήγηση τριηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριηροποιϊκά τα χρήματα που προορίζονταν για ναυπήγηση τριήρων …   Dictionary of Greek

  • τριηροποιικῶν — τριηροποιικός of fem gen pl τριηροποιικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”